- διαλύομαι
- διαλύωloose one from anotherpres ind mp 1st sg (epic)διαλύ̱ομαι , διαλύωloose one from anotherpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διαλύομαι — διαλύομαι, διαλύθηκα, διαλυμένος βλ. πίν. 6 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναδίδω — και δίνω (Α ἀναδίδωμι) 1. εκφύω, παράγω, φέρω 2. εκβάλλω, εκπέμπω, βγάζω, σκορπίζω (οσμή, φλόγα, καπνό κ.ά.) 3. αναβλύζω, αναβρύω νεοελλ. (αμτβ.) 1. βλαστάνω, φυτρώνω 2. (για φυτά) ευδοκιμώ, προοδεύω 3. ανακτώ τις σωματικές μου δυνάμεις, αναρρώνω … Dictionary of Greek
ανασκευάζω — (Α ἀνασκευάζω) [σκευάζω] 1. αναιρώ, ανατρέπω επιχειρήματα ή κατηγορία αρχ. Ι. ενεργ. 1. ετοιμάζω τις αποσκευές για αναχώρηση 2. απογυμνώνω, ερημώνω, καταστρέφω II. μέσ. 1. διαλύω το στρατόπεδο και αναχωρώ 2. διαλύομαι, χρεωκοπώ … Dictionary of Greek
ανελώ — 1. καταλύω, καταστρέφω, διαλύω 2. (αμτβ.) αναλύομαι, διαλύομαι, λειώνω η πράξη και το αποτέλεσμα: ανέλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανέλυσα (αόρ. του αρχ. αναλύω) κατά τό σχήμα αμέλησα αμελώ κ.τ.ό.] … Dictionary of Greek
διαλύω — (Α διαλύω) 1. αποσυνθέτω, λύω ή χωρίζω κάτι στα μέρη που τό συνθέτουν 2. απομακρύνω, διαχωρίζω ανθρώπους, τους διασκορπίζω 3. διασκορπίζω πρόσωπα που αποτελούν ενιαίο σύνολο, λ.χ. διαδήλωση 4. θέτω τέρμα στη λειτουργία εταιρείας, επιχείρησης κ.λπ … Dictionary of Greek
διαχυλούμαι — διαχυλοῡμαι ( όομαι) (Α) μετατρέπομαι, διαλύομαι σε χυλό … Dictionary of Greek
διοίχομαι — (Α) [οίχομαι] 1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω 2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι 3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται») … Dictionary of Greek
εκλύω — (AM ἐκλύω) 1. λύνω, απελευθερώνω κάποιον ή κάτι από ό,τι τόν κρατούσε δεμένο ή περιορισμένο 2. χαλαρώνω, εξασθενίζω 3. (για τα ήθη) χαλαρώνω, καθιστώ λιγότερο αυστηρά νεοελλ. μέσ. (για ενέργεια) αποδεσμεύομαι και διαχέομαι στο περιβάλλον αρχ. μσν … Dictionary of Greek
ευδιαλύομαι — εὐδιαλύομαι (Α) διαλύομαι εύκολα … Dictionary of Greek
ιός — Νησί (108 τ. χλμ., 1.838 κάτ.) των Κυκλάδων, η Φοινίκη των αρχαίων Ελλήνων. Βρίσκεται στα Β της Σαντορίνης, μεταξύ Σαντορίνης, Αμοργού, Πάρου και Σίκινου. Έχει μήκος περίπου 18 χλμ. και μέσο πλάτος 7 χλμ. Οι ακτές του καλύπτουν 27 χλμ. Πρωτεύουσα … Dictionary of Greek